Λέξη: παρακίνηση

Σχετικές λέξεις: παρακίνηση

παρακίνηση ορισμός, παρακίνηση εκπαιδευτικών, παρακίνηση του νοσηλευτικού προσωπικού και πλαίσιο ρεαλιστικών κινήτρων σε ένα δημόσιο νοσοκομείο, παρακίνηση των πωλητών, παρακίνηση εργαζομένων, παρακίνηση ppt, παρακίνηση προσωπικού, παρακίνηση ανθρώπινου δυναμικού, παρακίνηση και ηγεσία, παρακίνηση αοδε

Συνώνυμα: παρακίνηση

ορμή, προτροπή, υποκίνηση, ενθάρρυνση, εξώθηση, ελατήριο

Μεταφράσεις: παρακίνηση

παρακίνηση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
motivation, inducement, urge, incitement, motivating

παρακίνηση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
motivación, inducción, estímulo, incentivo, aliciente, incitación

παρακίνηση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anregung, beweggrund, ansporn, motivierung, Anreiz, Anlass, Veranlassung, Ansporn, Verleitung

παρακίνηση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
mobile, motif, motivation, incitation, encouragement, incitatif, l'incitation, d'incitation

παρακίνηση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
motivazione, incentivo, di persuasione, incitamento, stimolo, persuasione di

παρακίνηση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
motivo, razão, causa, induzimento, persuasão, incitamento, estímulo, incentivo

παρακίνηση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
term, motief, beweegreden, motivatie, aanleiding, aansporing, aansporingssysteem, stimulans, stimulering

παρακίνηση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мотивация, стимулирование, побуждение, повод, стимул, стремление, мотивировка, поощрение, стимулом, склонения, побуждения

παρακίνηση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tilskyndelse, tilskynder, noen tilskynder, forledelse, inducement

παρακίνηση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
incitament, uppmuntran, motiverings, förmånserbjudanden, förmånserbjudanden som

παρακίνηση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
motiivi, motivaatio, vaikutin, aihe, syy, peruste, houkutin, vaativa, vaativan, toimenpiteitä vaativan

παρακίνηση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tilskyndelse, ansporing, incitament, tilskyndelse til, holdningspåvirkning

παρακίνηση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
motivace, pobídka, stimul, upozornění, podnět, pobídky

παρακίνηση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
motywacja, motywowanie, nakłanianie, zachęta, wymuszający, wymuszającego uzupełnienie odczynnika, wymuszający uzupełnienie odczynnika

παρακίνηση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
indok, motiváció, okadatolás, megokolás, indíték, ösztönzést, ösztönzés, ösztönzők, ösztönzéseként

παρακίνηση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
güdü, rüşvet, teşvik, yönlendirme, kandırılması, teşviği

παρακίνηση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спонукання, спонука, імпульс, стимулювання, спонуку

παρακίνηση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
nxitje, nxiten, shtytje, Nxitja, shtytje për

παρακίνηση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мотивация, подбуда, стимул, напомняне, стимулиране

παρακίνηση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
падахвочванне, пабуджэнне, заахвочваньне, прымушэнне, імпульс

παρακίνηση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
motivatsioon, ajend, meeldetuletussüsteemi, meeldetuletussüsteem, meelitusvahendeid, meelitusvahendit

παρακίνηση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
motivacije, motivacija, povod, navođenje, poticaj, induciranje, ubjeđivanje

παρακίνηση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hvatningu

παρακίνηση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
paskata, raginimas, raginimo imtis, raginimo imtis priemonių, siūlomas paskatas

παρακίνηση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pamudinājums, prasa vadītāja reakciju, kas prasa vadītāja reakciju, pamudinājumu

παρακίνηση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
поттикнување, мотив, наведување, поттик, за поттикнување

παρακίνηση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
motiv, motivare, îndemn, implicare, de implicare, implicare a, stimulent

παρακίνηση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prisilo, spodbuda, povod, spodbudo, napeljevanje

παρακίνηση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
stimul, motivácia, podnet, stimuly, stimulom
Τυχαίες λέξεις