Измерять στα ελληνικά

Μετάφραση: измерять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανασκόπηση, υπολογίζω, μετρητής, καντράν, μέτρο, έρευνα, εκτιμώ, μελέτη, μετρώ, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν
Измерять στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безукоризненно στα ελληνικά - άψογα, άψογο, άψογα τις
  • вольная στα ελληνικά - χειραφέτηση, απαλλοτρίωση, Η απαλλοτρίωση
  • дымоход στα ελληνικά - φουγάρο, σήραγγα, τούνελ, χωνί, καμινάδα, καμινάδας, καπνοδόχου, ...
  • ежедневный στα ελληνικά - καθημερινός, ασήμαντος, καθημερινά, καθημερινή, ημερήσια, καθημερινές, ημερήσιες
Τυχαίες λέξεις
Измерять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανασκόπηση, υπολογίζω, μετρητής, καντράν, μέτρο, έρευνα, εκτιμώ, μελέτη, μετρώ, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν