Измышлять στα ελληνικά

Μετάφραση: измышлять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατασκευάζω, εφευρίσκω, επινοώ, excogitate
Измышлять στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ах στα ελληνικά - αχ, ah
  • вовремя στα ελληνικά - δεόντως, στην ώρα τους, για την ώρα, στην ώρα, εγκαίρως, έγκαιρα
  • глагольный στα ελληνικά - φραστικός, λεκτική, λεκτικές, προφορική, λεκτικό, λεκτικής
  • жечь στα ελληνικά - δαγκώνω, καπνός, καπνίζω, δάγκωμα, τολύπη, ξεραίνω, καίω, ...
Τυχαίες λέξεις
Измышлять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατασκευάζω, εφευρίσκω, επινοώ, excogitate