Изнасиловать στα ελληνικά

Μετάφραση: изнасиловать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραβιάζω, αθετώ, βιασμός, παραβαίνω, κράμβη, βιασμού, βιασμό, βιασμούς, βιασμών
Изнасиловать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • возмужалый στα ελληνικά - ωριμάζω, ώριμος, μεστός, μεστώνω, καλλιεργούνται-up, ώριμο, ενήλικα, ...
  • воинственно στα ελληνικά - μαχητικά, μαχητικό, militantly, μαχητική, στρατευμένο
  • вызывающий στα ελληνικά - αυθάδης, υπερόπτης, χονδροειδής, νοσταλγικός, αναιδής, αλαζόνας, ξετσίπωτος, ...
  • долгота στα ελληνικά - μήκος, απόγειο, γεωγραφικό μήκος, γεωγραφικού μήκους, μήκους, γεωγραφικού
Τυχαίες λέξεις
Изнасиловать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραβιάζω, αθετώ, βιασμός, παραβαίνω, κράμβη, βιασμού, βιασμό, βιασμούς, βιασμών