Λέξη: μέτρηση

Σχετικές λέξεις: μέτρηση

μέτρηση θερμοκρασίας, μέτρηση πίεσης, μέτρηση οστικής πυκνότητας, μέτρηση χρόνου, μέτρηση μεταβολισμού, μέτρηση θερμίδων, μέτρηση ταχύτητας adsl, μέτρηση πέους, μέτρηση λίπους, μέτρηση μάζας, μέτρηση ταχύτητας, αντίστροφη μέτρηση

Συνώνυμα: μέτρηση

διαμέτρηση, μέτρο

Μεταφράσεις: μέτρηση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
measurement, measuring, measure, measured, measurement of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
medida, medición, de medición, la medición, medición de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
maß, messen, vermessung, aufmass, bewertung, messung, Messung, Mess, Messungen
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
grandeur, mesurage, mesure, taille, pointure, dimension, arpentage, mesures, la mesure, de mesure
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
misurazione, misura, di misura, di misurazione, la misurazione
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
medir, medida, medição, de medição, mensuração, medição de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
grootte, maat, dimensie, mate, afmeting, meting, meten, metingen, de meting
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
измерение, обмер, измерения, измерений, измерительная, замер
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
måling, mål, målingen, måle, målinger
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mätning, mätningen, mätningar, mätnings
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ulottuvuus, mittaus, mittauksen, mittausta, mittaukseen, mittaus-
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mål, måling, målingen, målinger, måling af
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozměr, měření, velikost, míra, měřicí, měřící, pro měření
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wymierzenie, wycena, gabaryt, rozmiar, wymiar, taksowanie, mierzenie, pomiar, pomiary, pomiaru, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mérés, mérési, mérése, mérésére, mérést
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ölçüm, ölçümü, ölçme, ölçü, ölüm
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
неквапливий, ритмічний, виміряний, виважений, вимір, вимірювання
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
matje, matja, matjes, matjen, matja e
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
измерение, измерване, измерването, измерване на, за измерване, измервания
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вымярэнне, вымярэньне
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mõõtmine, mõõtmise, mõõtmist, mõõtmiseks, mõõtmisel
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mjerenja, veličina, mjerenje, dimenzije, mjerna, mjerni, za mjerenje
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mæling, mælingar, mælingu, mælikvarði, Mælingin
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
matavimas, matavimo, matavimai, matavimų, įvertinimas
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mērīšana, mērījumu, mērīšanas, mērījums, mērījumi
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мерење, мерење на, мерни, мерењето, мерна
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
măsurare, de măsurare, măsurarea, măsură, masurare
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
míra, merjenje, meritev, meritve, merjenja, merilna
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
meranie, merania, meraní

Στατιστικά δημοτικότητας: μέτρηση

Τυχαίες λέξεις