Индоссамент στα ελληνικά
Μετάφραση: индоссамент, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμπαράσταση, επιδοκιμασία, οπισθογράφηση, έγκριση, θεώρηση, ένδειξη, επικύρωση
Μεταφράσεις
- антракт στα ελληνικά - διάλειμμα, διάστημα, διαλείμματος, διακοπή, intermission, του διαλείμματος
- артериальный στα ελληνικά - αρτηριακός, αρτηριακή, αρτηριακού, αρτηριακό, αρτηριακών
- атрофироваться στα ελληνικά - ατροφία, ατροφίας, ατροφία του, ατροφία των, την ατροφία
- заболотить στα ελληνικά - βάλτος, έλος, κατακλυσθεί, κατακλύζεται, κατακλύζονται, πλημμυρισμένο, πλημμυρίσει
Τυχαίες λέξεις
Индоссамент στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμπαράσταση, επιδοκιμασία, οπισθογράφηση, έγκριση, θεώρηση, ένδειξη, επικύρωση
Μεταφράσεις: συμπαράσταση, επιδοκιμασία, οπισθογράφηση, έγκριση, θεώρηση, ένδειξη, επικύρωση