Интоксикация στα ελληνικά

Μετάφραση: интоксикация, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλκοολικός, μέθη, δηλητηρίαση, δηλητηρίασης, μέθης, δηλητηρίαση από
Интоксикация στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • александр στα ελληνικά - Αλέξανδρος, Αλεξάνδρου, Αλέξανδρο, ο Αλέξανδρος, Αλεξάντερ
  • бесперспективность στα ελληνικά - ματαιοπονία, ματαιότητα, ματαιότητας, μάταιο, ανώφελο
  • воинственно στα ελληνικά - μαχητικά, μαχητικό, militantly, μαχητική, στρατευμένο
  • восьмигранник στα ελληνικά - οκτάεδρο, οκταεδρικό, οκταέδρου, οκτάεδρου, octahedron
Τυχαίες λέξεις
Интоксикация στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλκοολικός, μέθη, δηλητηρίαση, δηλητηρίασης, μέθης, δηλητηρίαση από