Λέξη: κολπικός

Σχετικές λέξεις: κολπικός

κολπικός σπόγγος, κολπικός δακτύλιος, κολπικός κνησμός, κολπικός υπέρηχος, κολπικός πόνος, κολπικός πτερυγισμός, κολπικός υπέρηχος στην εγκυμοσύνη, κολπικός δακτύλιος τιμη

Συνώνυμα: κολπικός

κολεού

Μεταφράσεις: κολπικός

κολπικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
vaginal, ventricular, atrial, sinus, The vaginal

κολπικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vaginal, vaginales, vagina, la vagina

κολπικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vaginal, vaginalen, vaginale, Scheiden, vaginaler

κολπικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vaginal, vaginale, vaginales, vaginaux, vagin

κολπικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vaginale, vaginali, vagina, della vagina

κολπικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vaginal, vaginais, vagina

κολπικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vaginaal, vaginale, vagina, passief, de vaginale

κολπικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
влагалищный, вагинальный, влагалища, вагинальные, вагинального, вагинальное

κολπικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vaginal, vaginale, skjeden, vaginalt

κολπικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vaginal, vaginala, vaginalt, slidan

κολπικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
emätin-, vaginaalista, vaginaalinen, vaginaaliseen, emättimen

κολπικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vaginal, vaginale, vaginalt, skeden, af vaginal

κολπικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vaginální, poševní, vaginálního, vaginálních, pochvy

κολπικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pochwowy, pochwy, z pochwy, dopochwowego, dopochwowe

κολπικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hüvelyi, vaginális, hüvely, a hüvelyi, hüvelyváladék

κολπικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
vajinal, vaginal, vajina, vajen

κολπικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вагінальний, вагинальний

κολπικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vaginal, vaginale, vagjinale, vaginës, vagjinal

κολπικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
влагалищен, вагинално, вагинален, вагинална, вагиналната

κολπικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вагінальны

κολπικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vaginaalne, tupe, vaginaalseks, vaginaalse, vaginaalselt

κολπικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vaginalno, vaginalna, vaginalni, vaginalnu, vaginalnog

κολπικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
leggöngum, frá leggöngum, í leggöngum, um leg, leggöng

κολπικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
makšties, iš makšties, vaginalinis, vaginos

κολπικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
maksts, vaginālo, no maksts, vaginālā, vagīnas

κολπικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вагинален, вагинално, вагинална, вагинални, вагиналниот

κολπικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vaginale, vaginal, vaginală, vaginala, vaginului

κολπικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
poševní, vaginalni, nožnice, vaginalne, vaginalna, vaginalno

κολπικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vaginálne, vaginálny, vaginálnej, vaginálna, vaginálnu
Τυχαίες λέξεις