Исключать στα ελληνικά

Μετάφραση: исключать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξαλείφω, αποβάλλω, παρακωλύω, απελαύνω, φράζω, κάγκελο, εμποδίζω, αποκλείω, μπαρ, αποκλείουν, αποκλείει, αποκλείσει, να αποκλείσει, εξαιρούν
Исключать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • афористичный στα ελληνικά - επιγραμματική, αφοριστικό, αφοριστικές
  • витамин στα ελληνικά - βιταμίνη, βιταμίνης, βιταμινών, της βιταμίνης, η βιταμίνη
  • впопад στα ελληνικά - vpopad
  • главнейший στα ελληνικά - πρώτος, καρδινάλιος, ορίζοντα, του ορίζοντα, καρδινάλιο, κυρίαρχη
Τυχαίες λέξεις
Исключать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξαλείφω, αποβάλλω, παρακωλύω, απελαύνω, φράζω, κάγκελο, εμποδίζω, αποκλείω, μπαρ, αποκλείουν, αποκλείει, αποκλείσει, να αποκλείσει, εξαιρούν