Λέξη: παντρεύομαι

Σχετικές λέξεις: παντρεύομαι

παντρεύομαι ονειροκρίτης, επιτέλουσ παντρεύομαι, δεν παντρεύομαι, παντρεύομαι ετυμολογία, πότε παντρεύομαι, παντρεύομαι περιοδικό, παντρεύομαι αρχαία, παπουτσάκη παντρεύομαι, παντρεύομαι κλαρινογαμπρό, παντρεύομαι νυμφεύομαι

Συνώνυμα: παντρεύομαι

νυμφεύω, νυμφεύομαι, συζευγνύω

Μεταφράσεις: παντρεύομαι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
wed, getting married, get married, marrying
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
casarse, casar, Wed, casó, casó con, se casó
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mittwoch, trauen, heiraten, wed, Mi, Mitt, Anbieter verifiziert
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
épouser, mercredi, marier, unir, Mer, wed, Mercredi
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sposare, sposarsi, mer, wed, sposò, gio
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
casar, desposar, wed, Qua, casou
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
woensdag, trouwen, Woe, wo, Nagekeken verkoper
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
венчаться, сочетать, соединять, женить, среда, ср, женился, женился на, Wed
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ons, Wed, Tor, Onsdag, Tir
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
wed, ons, tis, tor, Thu
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
keskiviikko, vihkiä, naida, wed, ke
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
wed, ons, on, onsdag
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
oddat, oženit, vzít si za ženu, sezdát, vzít si za muže, st
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zaślubić, poślubić, pobierać, poślubiać, wziąć ślub, brać za żonę, śr
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
házasodik, Wed, Sze, összead, Tue
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çarşamba, evlenmek, Çrş, Wed, başgöz, evlendirmek
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
павутини, середа, середу, середи, середі, середою
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
martohem me, Wed, martohem, ndahem punës, i ndahem
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сряда, обединявам, женя се, омъжвам, съчетавам, Сря
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
жанiцца, серада, сераду
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
n, abielluma, naima, Wed, laulatama, Vihkiä
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
oženiti se, oplesti, Sri, Wed, udati se
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Wed, gifta, Mið, Sun, Tue
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
trečiadienis, sutuokti, derintis, Wed, ištekėti, susituokti
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
trešdiena, laulāt, precēties, Wed, savienot, saistīt
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
среда, Сре, Wed, Пон, се омажи, омажи
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
miercuri, căsători, Mie, sa casatorit cu, Wed, lua în căsătorie
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
oženit, sre, Wed, Oženiti, Čet, Udati
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
oddať, zosobášiť, oddať sa
Τυχαίες λέξεις