Исполнять στα ελληνικά

Μετάφραση: исполнять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποδίδω, άφεση, καταφέρω, γεμίζω, εκπληρώνω, ικανοποιώ, αντιπροσωπεύω, εκροή, επαληθεύω, επιτυγχάνω, κάνω, πραγματοποιώ, εκτελώ, εκπυρσοκρότηση, απολύω, εκτελέσει, εκτελούν, εκτελεί, να εκτελέσει, εκτέλεση
Исполнять στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • адиантум στα ελληνικά - πολύτριχο, maidenhair, Πολυτρίχι
  • вскидывать στα ελληνικά - τινάσομαι, ανάρριψη, τίναγμα, εκτίναξη, την εκτίναξη
  • дырявый στα ελληνικά - Ιερές τρύπες
  • ежечасно στα ελληνικά - ωριαίος, ωριαία, ωριαίες, ώρα, ωριαίο
Τυχαίες λέξεις
Исполнять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποδίδω, άφεση, καταφέρω, γεμίζω, εκπληρώνω, ικανοποιώ, αντιπροσωπεύω, εκροή, επαληθεύω, επιτυγχάνω, κάνω, πραγματοποιώ, εκτελώ, εκπυρσοκρότηση, απολύω, εκτελέσει, εκτελούν, εκτελεί, να εκτελέσει, εκτέλεση