Λέξη: γνωμάτευση
Σχετικές λέξεις: γνωμάτευση
γνωμάτευση παθολόγου ή γενικού ιατρού και γνωμάτευση ψυχιάτρου, γνωμάτευση αυε ικα, γνωμάτευση χορήγησης αναλωσίμων, γνωμάτευση υγειονομικήσ επιτροπήσ, γνωμάτευση αυε, γνωμάτευση κεδδυ, γνωμάτευση λεξικό, γνωμάτευση κεπα, γνωμάτευση ορισμός, γνωμάτευση στα αγγλικά
Συνώνυμα: γνωμάτευση
γνώμη
Μεταφράσεις: γνωμάτευση
γνωμάτευση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pronouncement, opinion, advice, an opinion
γνωμάτευση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
opinión, dictamen, parecer, consulta, sentencia, la opinión
γνωμάτευση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beurteilung, stellungnahme, regelung, begutachtung, urteil, gutachten, idee, meinung, äußerung, gedanke, eindruck, anschauung, ansicht, Meinung, Stellungnahme, Ansicht, Meinung nach, Meinungs
γνωμάτευση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
énoncé, jugement, dire, gré, avis, idée, notion, déclaration, opinion, sens, sentence, impression, l'opinion, d'avis, opinions
γνωμάτευση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
parere, avviso, veduta, giudizio, opinione, di parere, un'opinione
γνωμάτευση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sensação, impressão, efeito, parecer, opinião, entender, julgamento, operativo, obreiro, de parecer
γνωμάτευση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
effect, gedachte, zin, advies, mening, opinie, belichting, visie, impressie, dunk, vonnis, oordeel, standpunt
γνωμάτευση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
заключение, взор, впечатление, взгляд, постановление, помышление, рецензия, высказывание, объявление, отзыв, мнение, декларация, убеждение, мысль, приговор, воззрение, мнения, мнению
γνωμάτευση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mening, dom, oppfatning, syn, anskuelse, Drevet, meningen, sendt inn
γνωμάτευση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
uppfattning, tycke, tanke, mening, omdöme, åsikt, yttrande, yttrandet, till yttrande
γνωμάτευση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
luulo, hallitseva, vaikutus, vaikutelma, tuomioistuimen ratkaisu, välipäätös, tuomio, arvio, käsitys, päätös, mielipide, jälki, painatus, ajatus, näkemys, lausunto, lausunnon, lausuntoa, lausuntonsa, lausunnossa
γνωμάτευση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mening, udtalelse, holdning skrevet, skrevet, opfattelse
γνωμάτευση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
úsudek, prohlášení, výrok, rozsudek, projev, vyjádření, náhled, stanovisko, názor, přesvědčení, posudek, představa, mínění, stanoviska, názoru
γνωμάτευση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ocena, zdanie, opinia, wypowiedź, orzeczenie, porada, pogląd, mniemanie, opinią, opinii, opiniÄ, opinię
γνωμάτευση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vélemény, véleményt, véleményét, véleménye, véleményével
γνωμάτευση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
izlenim, görüş, görüşü, fikir
γνωμάτευση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
які-небудь, виразно, явно, поки-що, підкреслено, рішуче, яким, який, думка, зважливо, погляд, думку
γνωμάτευση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ide, mendim, opinion, mendimi, opinioni, i opinionit
γνωμάτευση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
управление, мнение, постановяване, становище, становището, мнението
γνωμάτευση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
меркаванне, думку, думка, меркаваньне
γνωμάτευση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
väljakuulutamine, arvamus, arvamuse, arvamust, arvamusega, arvamusel
γνωμάτευση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nazor, mišljenje, izrazito, rasuđivanje, uvjerenje, dojam, mišljenja, mišljenju, mnijenje
γνωμάτευση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
álit, skoðun, áliti, mati, mat
γνωμάτευση στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
opinio, sententia
γνωμάτευση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pažiūra, įspūdis, nuomonė, Nuomonės, nuomonę, nuomonėje, nuomone
γνωμάτευση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
uzskats, iespaids, viedoklis, domas, doma, Atzinuma, atzinums
γνωμάτευση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мислење, мислењето, мислења, проценка, Јурчевиќ
γνωμάτευση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
opinie, impresie, aviz, de aviz, opinia, părerea
γνωμάτευση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
názor, mnenje, mnenja, mnenju
γνωμάτευση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
názor, názor o, stanovisko, názoru, názorom