Использование στα ελληνικά

Μετάφραση: использование, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εργασία, χρησιμοποιώ, χρήση, άσκηση, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
Использование στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • барьерист στα ελληνικά - αγωνιστής δρόμου μετ 'εμπόδιων, hurdler, εμποδιστής, στα εμπόδια, εμποδιστή
  • вкалывать στα ελληνικά - χώνω, ραβδί, Stick, στικ, κολλήσει, το ραβδί
  • двуличность στα ελληνικά - διπροσωπία, υποκρισία, δολιότητα, η διπροσωπία, διπλοπροσωπία
  • диакритический στα ελληνικά - διακριτικός, διακριτικά, διακριτικών, ορθογραφικό, ορθογραφικών
Τυχαίες λέξεις
Использование στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εργασία, χρησιμοποιώ, χρήση, άσκηση, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση