Λέξη: απεργία
Σχετικές λέξεις: απεργία
απεργία σήμερα, απεργία λαϊκών αγορών, απεργία πλοίων, απεργία μετρό, απεργία φαρμακείων, απεργία ολμε, απεργία δικαστικών υπαλλήλων, απεργία πνο, απεργία φαρμακοποιών, απεργία αδεδυ, μμμ απεργία, μετρό, απεργία ταξί, αδεδυ, μετρο απεργία, απεργίες, απεργία αυριο, απεργία γιατρών, εοπυυ απεργία, απεργία δικηγόρων, οασθ απεργία, απεργία μμε
Συνώνυμα: απεργία
χτύπημα, κτύπημα, χτυπητήρι
Μεταφράσεις: απεργία
απεργία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
strike, walkout, a strike, the strike, strikes
απεργία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
huelga, golpear, pulsar, huelga de, la huelga, ataque, paro
απεργία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
löschen, ausprägen, auslöschen, münzen, anstoßen, streik, anschlagen, treffer, stoß, peitschenhieb, zusammenstoßen, prägen, Streik, Schlag, Streiks
απεργία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
battement, heurter, attaquer, férir, cogner, rencontrer, toucher, atteindre, forer, atteinte, asséner, percuter, grève, heurt, affichage, foudroyer, la grève, frappe, coup, grève de
απεργία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
percuotere, sciopero, urtare, colpo, colpire, investire, picchiare, fulminare, scioperare, cozzare, sciopero della, strike, attacco
απεργία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
percutir, bater, estrito, maçar, malhar, acertar, greve, ataque, greve de, batida, de exercício
απεργία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kloppen, opvallen, botsen, werkstaking, houwen, raken, slaan, klappen, treffen, halen, staking, Strike, aanval, de Staking, staking van
απεργία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отзвонить, сдирать, подсечка, достигать, гонг, заключить, сражать, разгружаться, сажать, направляться, чеканить, придумать, поддавать, пронизывать, засветить, проникать, забастовка, удар, удара, забастовки, стачка
απεργία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
streik, strike, streiken, angrep, innløsnings
απεργία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
strejk, strejka, slå, strike, strejken, lösen
απεργία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
isku, sivaltaa, ajautua, tärskäys, löytää, lyödä, omaksua, lakko, lakon, hyökkäsi, strike, lakkoon
απεργία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
slå, strejke, banke, strejken, skud, strike, angreb
απεργία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
tlouci, napadnout, úder, zachvátit, stávka, praštit, bouchnout, uhodit, zasáhnout, seknout, překvapit, napadat, vrazit, bít, postihnout, udeřit, strike, stávky, stávku
απεργία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
strajk, strajkować, uderzyć, tykać, natrafić, zafrapować, trafiać, strychulec, atakować, bić, zastrajkować, uderzenie, razić, natrafiać, dochodzić, frapować, Strike, strajku, uderzenia
απεργία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sztrájk, sztrájkot, csapás, villámlások, strike
απεργία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
grev, strike, grevi, doğrultu, grevin
απεργία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вражати, запалювати, удар, добиватись, чеканити, страйк
απεργία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shkrep, grevë, Greva, greva e, grevë e, goditje
απεργία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
стачка, удар, стачката, упражняване
απεργία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
забастоўка, страйк
απεργία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
saavutama, streik, löök, streigi, strike, streiki
απεργία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
udarac, izravnati, otkucati, udar, pogoditi, štrajk, štrajka, sstrajk, strike
απεργία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
höggva, verkfall, slá, verkfalli, þrusað, Strike
απεργία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
streikas, Strike, streikuoti, smūgiuotas, streiko
απεργία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
streiks, streiku, streika, strike, streikot
απεργία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
штрајкот, штрајк, напад, штрајк со, удар
απεργία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
grevă, izbi, greva, lovitură, greve, strike
απεργία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
stlačit, napadat, stavke, strike, stavka, stavko, Stavkovni
απεργία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
radiť, štrajk, stávka, strajk
Στατιστικά δημοτικότητας: απεργία
Τυχαίες λέξεις