Исходящий στα ελληνικά

Μετάφραση: исходящий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκδηλωτικός, γνήσιος, πρωτότυπος, κοινωνικός, αρχικά, εξωστρεφής, εξερχόμενος, εξερχόμενες, εξερχόμενων, εξερχόμενη, εξερχόμενα
Исходящий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • беспеременный στα ελληνικά - αμετάβλητος, αμετάβλητη, αμετάβλητα, πάγια, αμετάβλητο
  • вакханка στα ελληνικά - μαινάδα, βάκχις, βακχεύων
  • возбудимый στα ελληνικά - ευέξαπτος, ευερέθιστος, διεγέρσιμα, ευερέθιστη, ευερέθιστα, να διεγερθούν
  • впрячь στα ελληνικά - ιπποσκευή, καλωδίωση, λουρί, καλωδίωσης, πλεξούδα, πλεξούδας
Τυχαίες λέξεις
Исходящий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκδηλωτικός, γνήσιος, πρωτότυπος, κοινωνικός, αρχικά, εξωστρεφής, εξερχόμενος, εξερχόμενες, εξερχόμενων, εξερχόμενη, εξερχόμενα