Λέξη: βούρτσα

Σχετικές λέξεις: βούρτσα

βούρτσα μαλλιών θερμού αέρα perfect, βούρτσα με φυσική τρίχα, βούρτσα μαλλιών, βούρτσα slicker για τα κουνέλια, βούρτσα satin hair της braun, βούρτσα για εξτένσιον, βούρτσα turbo stb 205-3, βούρτσα σώματος, βούρτσα no tangle, βούρτσα καθαρισμού καμινάδας

Συνώνυμα: βούρτσα

χαμόκλαδα, αψιμαχία

Μεταφράσεις: βούρτσα

βούρτσα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
brush, a brush

βούρτσα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cepillo, brocha, pincel, cepillar, cepillo de, el cepillo

βούρτσα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dickicht, bürsten, gestrüpp, unterholz, bürste, plänkelei, fegen, Bürste, Pinsel, Bürsten

βούρτσα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
brossent, curer, brousse, purger, goupillon, écurer, arbuste, épurer, broussaille, taillis, brosse, déféquer, brossez, nettoyer, fourré, décrasser, pinceau, balai, la brosse, une brosse

βούρτσα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fratta, spazzolare, pennello, spazzola, folto, spazzolino, spazzola di, della spazzola

βούρτσα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
matagais, arvoredo, escova, pincel, escova de, da escova, brush

βούρτσα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kwast, hakhoutbosje, wisser, borstel, ruigte, borstelen, schuieren, penseel, brush, borsteltje

βούρτσα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
щетка, отчищать, кисть, отмахнуть, почистить, кисточка, подлесок, обчищать, чаща, обчистить, хвост, причесаться, задеть, ссадина, вычесывать, щётка, кисти, щетки, кистью

βούρτσα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
buskvegetasjon, børste, pensel, børsten

βούρτσα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
pensel, borste, borsta, borsten, borst

βούρτσα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pusikko, nuori metsä, hipaisu, selkkaus, sipaista, tiheikkö, vesakko, sipaisu, harja, harjalla, brush, siveltimellä, harjan

βούρτσα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
børste, krat, pensel, børsten, brush, penslen

βούρτσα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kartáčování, houština, kartáček, vyčistit, křoví, kartáč, křovina, otřít, kartáčovat, štětec, štětka, kartáče, štětcem

βούρτσα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pędzel, cyklina, zmieść, zamiatać, zmiotka, wyszczotkować, oczyszczać, szczotka, ocierać, potyczka, wyszorować, utarczka, szczotkować, przeczesać, froterka, chrust, szczoteczka, szczotki, pędzla

βούρτσα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
partvis, csalit, kefe, ecset, ecsettel, kefével, ecsetet

βούρτσα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
fırça, fırçası, fırçalar, fýrça, bir fırça

βούρτσα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
щітка, садно, вичесати, вичісувати, щетка

βούρτσα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
furçë, Brush, brushave, furçë të, furçë e

βούρτσα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шубрак, храсталак, четка, четката, четки, четка за

βούρτσα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
щчотка, шчотка

βούρτσα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pintsel, pühkima, harjama, hari, võsa, harja, pintsliga

βούρτσα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
četkom, četka, kist, četkica, četkice, četka za

βούρτσα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bursta, bursti, pensill

βούρτσα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
peniculus

βούρτσα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šepetys, teptukas, teptuku, šepetėlis, šepečių

βούρτσα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
suka, biezoknis, birste, ota, suku, brush

βούρτσα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
четка, четката, четка за, со четка, четки

βούρτσα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
perie, tufiş, pensula, perie de, periei, pensulă

βούρτσα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ščetka, krtača, čopič, krtačo, brush

βούρτσα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kefa, kefu, kartáč, kefka, kefy

Στατιστικά δημοτικότητας: βούρτσα

Τυχαίες λέξεις