Камин στα ελληνικά
Μετάφραση: камин, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απολύω, πυροβολώ, πυρκαγιά, καμινάδα, τζάκι, φωτιά, το τζάκι, τζακιού, εστία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- адмиралтейство στα ελληνικά - ναυαρχείο, ναυαρχία, Admiralty, Ναυτικό Δίκαιο, ναυαρχείου
- адресант στα ελληνικά - διευθύνων, αποστολέας
- бранчливый στα ελληνικά - φιλόνικος, καβγατζής, branchlivy
- вышепоименованный στα ελληνικά - παραπάνω, ανωτέρω, πάνω, πάνω από, άνω
Τυχαίες λέξεις
Камин στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απολύω, πυροβολώ, πυρκαγιά, καμινάδα, τζάκι, φωτιά, το τζάκι, τζακιού, εστία
Μεταφράσεις: απολύω, πυροβολώ, πυρκαγιά, καμινάδα, τζάκι, φωτιά, το τζάκι, τζακιού, εστία