Λέξη: δούλος

Σχετικές λέξεις: δούλος

δούλος σας, δούλοσ ετυμολογία, δούλος συνώνυμα, δούλος δουλεία, δούλος στα αγγλικά, δούλος χριστού, δούλοσ στην ελλάδα και τη ρώμη, δούλος wiki, δούλος του θεού, δούλοσ τησ θείασ μου

Συνώνυμα: δούλος

πούστης, ομοφυλόφιλος, υπηρέτης, αρσενοκοίτης, ειλός, ειλώτας, ανδράποδο, δουλεία

Μεταφράσεις: δούλος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
slave, bondman, servant, a slave, a servant
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
siervo, esclavo, esclava, esclavos, de esclavos, esclavo de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lastenträger, diener, sklavin, kuli, sklave, Sklave, Sklavin, Slave
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
esclave, esclaves, l'esclave, slave, traite
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
schiavo, schiavi, schiava, Slave, servo
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cativo, escravo, chacinar, escravos, escrava, de escravos, slave
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
slavin, slaaf, slave, slaven
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
раба, робот, труженик, работяга, рабыня, невольник, раб, рабом, ведомый, ведомого
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
slave, trell, slaven
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
slav, slaven, slave, slav-
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kauko-ohjattu, orja, slave, orjan
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
slave, slaven, træl
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
otrok, otrokem, Slave, otroky, s otroky
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niewolnik, niewolnica, niewolnikiem, Slave, niewolnikami
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rabszolga, szolga, Slave, a slave
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
köle, slave, bağımlı, kölesi, ikincil
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
робот, раб, роб, рабе, слуга
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rob, skllav, skllavi, robi, rob i
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
раб, роб, роби, робиня, слуга, робски
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
раб, слуга, рабе, нявольнік
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ori, slave, alluv, orja, alam
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rob, pomoćni, raditi, podčinjen, podređen, sluga, slave, robova, podređeni, robljem
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þræll, ambátt, púkinn, þrællinn, þjónn
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
servus, mancipium
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vergas, vergais, vergų, slave, vergu
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
verdzene, vergs, vergu, kalps, slave
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
роб, робинка, робови, заведување, роб на
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sclav, rob, slave, sclavi, cu sclavi
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
otrok, slave, suženj, sužnji, podrejeni, pomožna enota
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
otrok, sluha, služobník, otroka

Στατιστικά δημοτικότητας: δούλος

Τυχαίες λέξεις