Λέξη: έρωτας
Σχετικές λέξεις: έρωτας
ἔρωτας τάχα νά ’ν’ αὐτὸ ποὺ ἔτσι μὲ κάνει νὰ ποθῶ τὴ συντροφιά σου, μοιραίος έρωτας, έρωτας και τιμωρία, έρωτας είναι, μοιραιος έρωτας
Συνώνυμα: έρωτας
αγάπη, έρως
Μεταφράσεις: έρωτας
έρωτας στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
love, sex, cupid, eros, in sex
έρωτας στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
amar, cariño, sexualidad, amor, sexo, género, querer, amar a, encantaría, el amor
έρωτας στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
liebe, geschlecht, genus, lieben, alter, sexualität, wohnort?, geschlechtsverkehr, liebling, sex, mögen, gerne
έρωτας στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
adorer, aimez, sexuel, aimons, cher, amoureux, zéro, sexualité, aiment, chéri, aimer, aime, genre, sexe, affectionner, affection, amour, l'amour
έρωτας στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
passione, amare, amore, sesso, genere, piacere, l'amore, piacerebbe, amo
έρωτας στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sexo, sexualidade, amor, costurar, coser, sex., amo, amar, adorar, love
έρωτας στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kunne, beminnen, liefhebben, geslacht, min, sekse, liefde, affectie, houden van, houd van, houden
έρωτας στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
род, амур, влюбленность, половой, они, возлюбленный, возлюбить, любить, сердце, полюбить, любовь, секс, корыстолюбие, пол, стать, люблю, любят, любите
έρωτας στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kjærlighet, like, elske, kjønn, elsker, liker, gjerne
έρωτας στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kön, kärlek, älska, älskar, love, att älska
έρωτας στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
seksuaalisuus, sukupuoli, rakastaa, tykätä, intohimo, kiihottaa, seksi, suku, kulta, lempiä, rakkaus, pitää, rakastavat, rakastamaan, rakastan
έρωτας στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
elske, kærlighed, køn, elsker, love
έρωτας στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rod, pohlavní, láska, zbožňovat, miláček, pohlaví, sexuální, milovat, milostný, milý, sexualita, rád, milují, miluji
έρωτας στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
miłować, zaloty, kochać, płeć, stosunek, lubić, umiłowanie, seks, zakochać, pokochać, uwielbiać, ubóstwiać, miłość, zamiłowanie, kocham, kochają
έρωτας στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szerelem, szeretet, szeretik, szeretni, szeretem
έρωτας στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sevgi, aşk, sevgili, sevmek, eşey, seviyorum, severim
έρωτας στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
жінки, чоловіки, стать, секс, любисток, сексуальний, любов, кохання, любовь
έρωτας στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjini, dashuri, dashuria, dua, duan, e duan, të duan
έρωτας στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пол, любува, любов, сексуалност, обичам, обичат, обичаш, обичаме
έρωτας στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кахаць, каханне, любоў, любовь, каханьне
έρωτας στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
armastama, sugu, seks, armastus, armastan, armastavad, love, armastad
έρωτας στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ljubavni, rod, ljubavna, vole, ljubiti, pol, ljubav, ljubavi, volim, voljeti
έρωτας στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
unna, kyn, elska, ást, elskar, elskum, love
έρωτας στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
amor, sexus, diligo
έρωτας στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mylėti, mėgti, meilė, mielas, lytis, seksualumas, patinka, myliu, mėgsta
έρωτας στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dārgais, mīlēt, mīlestība, mīļumiņš, dzimums, dārgumiņš, mīlu, patīk, mīl
έρωτας στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
љубов, сакам, љубовта, сакаат, сакаме
έρωτας στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dragoste, iubire, sexualitate, sex, iubi, iubesc, place, iubim
έρωτας στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ljubiti, ljubezen, láska, spol, ljubim, ljubijo, ljubezni
έρωτας στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pohlaví, láska, sex, miláčik, ubi, milovať, drahá, love, lásky
Στατιστικά δημοτικότητας: έρωτας
Τυχαίες λέξεις