Кастелянша στα ελληνικά
Μετάφραση: кастелянша, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λινός, κλινοσκεπάσματα, οικονόμος, οικονόμο, οικονόμου, την οικονόμο, οικιακή βοηθός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- брезгливость στα ελληνικά - αποστροφή, λεπτολογία, σχολαστικότητα, σχολαστικότητα του, σχολαστικότητά, fastidiousness
- вероятно στα ελληνικά - αναμφίβολος, πιθανά, φαινομενικά, πιθανόν, μάλλον, πιθανότατα, πιθανότερο, ...
- выискивать στα ελληνικά - μαζεύω, μύτη, κασμάς, συλλέγω, ανακαλύπτω, πάρει, επιλέξετε, ...
- выпяченный στα ελληνικά - εξαιρετικός, διογκώνοντας, διόγκωση, εξογκώματος, διόγκωσης, εξογκωμένο
Τυχαίες λέξεις
Кастелянша στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λινός, κλινοσκεπάσματα, οικονόμος, οικονόμο, οικονόμου, την οικονόμο, οικιακή βοηθός
Μεταφράσεις: λινός, κλινοσκεπάσματα, οικονόμος, οικονόμο, οικονόμου, την οικονόμο, οικιακή βοηθός