Коврик στα ελληνικά
Μετάφραση: коврик, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χαλί, χαλάκι, ματ, mat, τάπητα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бык στα ελληνικά - αποβάθρα, ταύρος, βούλα, μόλος, κάρτα στον, την κάρτα στον, ταύρο, ...
- главнокомандующий στα ελληνικά - Αρχηγός, αρχιστράτηγος, Αρχιστράτηγου, διοικητής του Ελληνικού Στρατού, γενικός διοικητής του Επιτελείου
- евангельский στα ελληνικά - ευαγγελικός, ευαγγελική, ευαγγελικό, ευαγγελικής, ευαγγελικές
- жарынь στα ελληνικά - zharyn
Τυχαίες λέξεις
Коврик στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χαλί, χαλάκι, ματ, mat, τάπητα
Μεταφράσεις: χαλί, χαλάκι, ματ, mat, τάπητα