Λέξη: πανωλεθρία
Σχετικές λέξεις: πανωλεθρία
πανωλεθρία της νδ σε νέες εσωτερικές δημοσκοπήσεις, πανωλεθρία συνώνυμο, πανωλεθρία βικιλεξικο, πανωλεθρία πασοκ, πανωλεθρία της μαδρίτης στη χώρα των βάσκων, πανωλεθρία τούρκων και ισλαμιστών στο al kasab - 200 νεκροί από τα πυρά των σύρων
Συνώνυμα: πανωλεθρία
ερήμωση, κατάρρευση, διάλυση στρατού, ξαφνική καταστροφή, συμφορά, όλεθρος
Μεταφράσεις: πανωλεθρία
πανωλεθρία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
catastrophe, debacle, havoc, calamity, rout, disaster
πανωλεθρία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
catástrofe, calamidad, debacle, desastre, debacle de, la debacle, desastre de
πανωλεθρία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
tragödie, katastrophe, Debakel, Debakels, Einander
πανωλεθρία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
accident, désastre, cataclysme, tragédie, catastrophe, débâcle, débâcle de, fiasco, la débâcle, débacle
πανωλεθρία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
disastro, catastrofe, sfacelo, debacle, sconfitta, disfatta
πανωλεθρία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tragédia, catástrofe, catástrofes, desastre, colapso, queda, debacle, derrocada
πανωλεθρία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
treurspel, ramp, rampen, tragedie, onheil, catastrofe, debacle, debâcle, debacle van, debacle in
πανωλεθρία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
гибель, катастрофа, крушение, несчастье, развязка, разгром, фиаско, ледоход, ниспровержение
πανωλεθρία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fiaskoen, debacle, nederlaget, sammenbruddet, katastrofen
πανωλεθρία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
katastrof, olyckshändelse, olycka, misslyckande, debacle, sammanbrottet, debaclet, debaclen
πανωλεθρία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kumous, mullistus, onnettomuus, tuho, katastrofi, suurvahinko, suuronnettomuudet, fiasko, romahdus, debacle, romahdusta, fiaskon
πανωλεθρία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tragedie, ulykke, katastrofe, fiaskoen, sammenbrud, fiasko, sammenbruddet
πανωλεθρία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
neštěstí, pohroma, katastrofa, debakl, debaklu, debacle, debaklem
πανωλεθρία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
katastrofa, awaria, rozgromienie, ruszenie lodów, klęska, debacle, fiasko
πανωλεθρία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bukás, összeomlás, bukása, összeomlásának
πανωλεθρία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
felaket, fiyasko, yıkım, fiyaskosu, debacle, bozgun
πανωλεθρία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гибель, нещасті, розв'язка, катастрофа, загибель, розгром, розгрому
πανωλεθρία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
arratisje, shpartallim, debakli, përmbysje, përmbysje e qeverisë
πανωλεθρία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бедствие, катастрофа, трагедия, разгром, провал, поражение, разгрома, провал на
πανωλεθρία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
разгром, пагром
πανωλεθρία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
katastroof, fiasko, kriis, läbikukkumine, häving, Disaster
πανωλεθρία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
katastrofa, katastrofalan, debakl, slom, poraz, prodor vode, lomljenje leda
πανωλεθρία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hamfarir, debacle
πανωλεθρία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nelaimė, tragedija, katastrofa, ledonešis, žlugimas, smukimas, paniškas bėgimas, Atidarius upės
πανωλεθρία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
katastrofa, posts, plūdi, sagrāve, sagrāves, pēkšņa ledus sakustēšanās, sagrāve sabrukums
πανωλεθρία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дебаклот, дебакл, дебаклот во, дебаклот со
πανωλεθρία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
calamitate, revărsare de ape, potop, dezastru, dezastrul, debacle
πανωλεθρία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
katastrofa, polomu, polom, Som, Debakl
πανωλεθρία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
katastrofa, debakel