Константа στα ελληνικά
Μετάφραση: константа, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνεχής, αδιάκοπος, σταθερός, διαρκής, σταθερή, σταθερά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- балбесничать στα ελληνικά - αδρανής, σπαταλώ, σπατάλη, άνεργος, τεμπέλης, αργόσχολος, λύμα, ...
- безалкогольный στα ελληνικά - μη αλκοολούχα, μη αλκοολούχων, μη οινοπνευματώδη, μη οινοπνευματωδών, μη αλκοολούχο
- болтовня στα ελληνικά - κουραφέξαλα, τρίζω, κροτώ, φλυαρώ, κουτσομπόλης, πάταγος, ψιττακίζω, ...
- грибовидный στα ελληνικά - μανιτάρι, μανιταριών, μανιταριού, μανιτάρια, τα μανιτάρια
Τυχαίες λέξεις
Константа στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνεχής, αδιάκοπος, σταθερός, διαρκής, σταθερή, σταθερά
Μεταφράσεις: συνεχής, αδιάκοπος, σταθερός, διαρκής, σταθερή, σταθερά