Конструкторский στα ελληνικά
Μετάφραση: конструкторский, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εποικοδομητικός, σχέδιο, Σχεδιασμός, Σχεδιασμού, Σχεδίαση, Μελέτη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аппаратура στα ελληνικά - ευκολία, ευχέρεια, ταχύτητα, προσαρμόζω, εξοπλισμός, εξοπλισμού, εξοπλισμό, ...
- воображаемый στα ελληνικά - νεράιδα, απίθανος, φανταστικός, φανταστικό, φανταστικού, νοητή, φαντασιακό
- втаптывать στα ελληνικά - τσαλαπατώ, ποδοπατούν, ποδοπατούσε κάτω από, ποδοπατούσε κάτω από τη
- ганский στα ελληνικά - Γκάνα, τη Γκάνα, Γκάνας, από τη Γκάνα, της Γκάνας
Τυχαίες λέξεις
Конструкторский στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εποικοδομητικός, σχέδιο, Σχεδιασμός, Σχεδιασμού, Σχεδίαση, Μελέτη
Μεταφράσεις: εποικοδομητικός, σχέδιο, Σχεδιασμός, Σχεδιασμού, Σχεδίαση, Μελέτη