Корить στα ελληνικά

Μετάφραση: корить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίπληξη, καταδικάζω, κατακρίνω, αδόκιμον, φαύλος, αποδοκιμάζω
Корить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • апоплексический στα ελληνικά - αποπληκτικός, αποπληκτικό, από αποπληκτικό, αποπληκτική, αποπληξία
  • беженка στα ελληνικά - πρόσφυγας, πρόσφυγα, προσφύγων, του πρόσφυγα, των προσφύγων
  • бросить στα ελληνικά - ρίχνω, παρατάω, πετώ, βολή, παραιτούμαι, ρίξιμο, επιτελείο, ...
  • градус στα ελληνικά - βαθμολογώ, πτυχίο, επίπεδο, βαθμός, βαθμό, βαθμού
Τυχαίες λέξεις
Корить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίπληξη, καταδικάζω, κατακρίνω, αδόκιμον, φαύλος, αποδοκιμάζω