Λέξη: ισημερινός

Σχετικές λέξεις: ισημερινός

ισημερινός χρέος, ουράνιοσ ισημερινόσ, ισημερινός κλίμα, ισημερινός και δντ, ισημερινός δντ, ισημερινός της γης, ισημερινός αγγλικα, ισημερινός χώρα, ισημερινός μεσημβρινός, ισημερινόσ κορέα

Μεταφράσεις: ισημερινός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
equator, Ecuador, in Ecuador, equatorial
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ecuador, línea ecuatorial, ecuatorial, el ecuador
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
äquator, Äquator, Equator, Äquators
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
équateur, Equateur, l'équateur
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
equatore, all'equatore, dell'equatore, dall'equatore, sull'equatore
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
equador, do equador, equator
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
evennachtslijn, equator, evenaar, de evenaar, evenaar van
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
экватор, экватора, экватором, экватору, экваторе
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ekvator
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ekvator, ekvatorn
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
päiväntasaaja, päiväntasaajan, päiväntasaajaa, päiväntasaajalla, päiväntasaajalta
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ækvator
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rovník, rovníku, od rovníku
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
równik, Equator, równika, równiku, równikiem
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ekvátor, egyenlítő, egyenlítőtől, egyenlítője, egyenlítőn, egyenlítőhöz
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ekvator, equator, ekvatoru, ekvatora
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
екватор
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ekuator, Ekuatorit, Ekuatori, i Ekuatorit
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
екватор, екватора, екватора на, на екватора
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
экватар, экватор
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ekvaator, ekvaatori, ekvaatorist, ekvaatorit, ekvaatoril
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ekvator, ekvatoru, polutar
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Miðbaugur, Miðbaugurinn
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ekvatorius, pusiaujas, pusiaujo, equator
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ekvators, ekvatora, ekvatoru
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
екватор, екваторот, меридијан
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ecuator, Equator, ecuatorul, ecuatorului, la Ecuator
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ekvator, ekvatorja, ekvator pa, nebesnega ekvatorja
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rovník, rovníka, rovnobežka

Στατιστικά δημοτικότητας: ισημερινός

Τυχαίες λέξεις