Краска στα ελληνικά
Μετάφραση: краска, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κηλίδα, κοκκινίζω, έγχρωμος, χρωστικός, λεκιάζω, χρώμα, βάφω, μπογιά, ζωγραφίζω, ζωγραφίσει, ζωγραφίζει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- абсурдность στα ελληνικά - γελοιότητα, παραλογισμός, παραλογισμό, παράλογο, παραλογισμού, τον παραλογισμό
- ваза στα ελληνικά - βαζάκι, βάζο, αγγείο, αγγείου, vase, αγγείων
- гитарист στα ελληνικά - κιθαριστής, κιθαρίστας, κιθαρίστα, τον κιθαρίστα, ο κιθαρίστας, κιθάρα
- дифференцировать στα ελληνικά - διαφοροποιώ, διαφοροποιούν, διαφοροποίηση, διαφοροποιούνται, διαφοροποιηθούν, διαφοροποιήσει
Τυχαίες λέξεις
Краска στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κηλίδα, κοκκινίζω, έγχρωμος, χρωστικός, λεκιάζω, χρώμα, βάφω, μπογιά, ζωγραφίζω, ζωγραφίσει, ζωγραφίζει
Μεταφράσεις: κηλίδα, κοκκινίζω, έγχρωμος, χρωστικός, λεκιάζω, χρώμα, βάφω, μπογιά, ζωγραφίζω, ζωγραφίσει, ζωγραφίζει