Λέξη: συνηγορώ

Σχετικές λέξεις: συνηγορώ

συνηγορώ συνώνυμα, συνηγορώ λεξικο, συνηγορώ υπέρ

Συνώνυμα: συνηγορώ

ικετεύω, απαντώ εις κατηγορίαν, προφασίζομαι, αγορεύω, υπερασπίζω, προστατεύω

Μεταφράσεις: συνηγορώ

συνηγορώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
advocate, plead, urge, I would urge, would urge

συνηγορώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
abogado, abogar, defensor, alegar, implorar, declararse, invocar

συνηγορώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sachwalter, rechtsbeistand, verteidigen, vertreter, verteidiger, befürworten, empfehlen, anwalt, flehen, plädieren, bitten, berufen

συνηγορώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
préconiser, recommander, apologiste, prôner, substitut, tenant, plaider, soutenir, remplaçant, suppléant, avocat, défendre, représentant, défenseur, champion, invoquer, exciper, exciper de, de plaider

συνηγορώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sostenere, avvocato, difendere, perorare, supplicare, dichiararsi, invocare, eccepire

συνηγορώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
advogado, pleitear, alegar, invocar, defender, implorar

συνηγορώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vertegenwoordiger, pleitbezorger, advocaat, verdediger, voorspreker, pleiten, bepleiten, pleit, smeken, aanvoeren

συνηγορώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
защищать, защитник, ходатай, отстаивать, сторонник, апологет, поборник, пропагандировать, проповедник, проповедовать, адвокат, поддерживать, умолять, просить, судиться, признать себя, умоляю

συνηγορώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
advokat, erkjenne, påberope, trygle, trygler, bønnfalle

συνηγορώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
försvara, åberopa, vädja, vädjar, göra gällande, åberopat

συνηγορώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
suositella, asianajaja, edustaja, kannattaa, saarnata, anoa, vedota, sisäisen oikeusjärjestyksensä, vetoavat, vedonnut

συνηγορώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sagfører, advokat, påberåbe, påberåbe sig, paaberaabe sig, paaberaabe

συνηγορώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obhájce, obránce, doporučit, hájit, zastánce, doporučovat, advokát, obhajovat, prosit, přiznat, dovolávat, namítat

συνηγορώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
popierać, rzecznik, zwolennik, wspierać, poplecznik, orędować, głosiciel, zalecać, wyznawca, prawnik, orędownik, obrońca, adwokat, błagać, bronić, powoływać, powoływać się, powoływać się na

συνηγορώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hivatkozhat, hivatkozhatnak, hivatkoznak, hivatkozik, hivatkozni

συνηγορώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
savunmak, avukat, mazeret, rica, itiraf, yalvarmaya

συνηγορώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
захищати, пропагувати, прибічник, адвокат, благати, просити, благатиме, благав

συνηγορώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
avokat, mbroj, lutem, deklarohem, mbro, vetëdeklaruar

συνηγορώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
адвокат, умолявам, пледирам, се позове, съдя, пледира

συνηγορώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
маліць, прасіць, ўмольваць, умольваць, ўпрошваць

συνηγορώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kaitsma, propageerima, advokaat, paluma, tugineda, toetuda, viidata, väidavad

συνηγορώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odvjetnik, pobornik, zagovornik, braniti, advokat, moliti, zastupati, navesti, suditi

συνηγορώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
flytja, biðja, reka, borið, bið

συνηγορώ στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
causidicus

συνηγορώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
advokatas, teisintis, remtis, remtis tuo, prašyti, ginti

συνηγορώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
piekritējs, rekomendēt, aizstāvis, advokāts, ieteikt, aizbildināties, atsaukties, atsaukties uz, apgalvot, aizstāvēt

συνηγορώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
се изјасни, изјасни, се изјасни за, изјасни за, молам

συνηγορώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
adept, pleda, invoca, pledează, pledeze, invoce

συνηγορώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odvetnik, advokat, advokát, sklicevati, sklicevati na, sklicuje, govorijo, uveljavljati

συνηγορώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
advokát, prosiť, modliť, poprosiť, prosit
Τυχαίες λέξεις