Красть στα ελληνικά
Μετάφραση: красть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σφετερίζομαι, συλλέγω, κλέβω, απάγω, βουτώ, μαζεύω, κασμάς, κλοπή, κλέψει, κλέψουν, κλέβουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ведомство στα ελληνικά - ίδρυμα, ίδρυση, γραφείο, θεσμός, θώκος, Office, γραφείου, ...
- вымышленный στα ελληνικά - ρομαντικός, μυθιστορηματικός, φανταστικό, πλασματική, πλασματικός, πλασματικό
- донашивать στα ελληνικά - δίνω, παραδίνω, συνεχίσει να φοράει, συνεχίζουν να φορούν τιςγραφικές
- егоза στα ελληνικά - νευριάζω, fidget, νευρικές κινήσεις, κινούνται νευρικά, κινούμαι νευρικά
Τυχαίες λέξεις
Красть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σφετερίζομαι, συλλέγω, κλέβω, απάγω, βουτώ, μαζεύω, κασμάς, κλοπή, κλέψει, κλέψουν, κλέβουν
Μεταφράσεις: σφετερίζομαι, συλλέγω, κλέβω, απάγω, βουτώ, μαζεύω, κασμάς, κλοπή, κλέψει, κλέψουν, κλέβουν