Λέξη: επαρκώ

Σχετικές λέξεις: επαρκώ

επαρκώ συνωνυμα

Συνώνυμα: επαρκώ

ικανοποιώ

Μεταφράσεις: επαρκώ

επαρκώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
suffice

επαρκώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bastar, suficiente, bastará, baste, basta, bastaría

επαρκώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
genügen, ausreichen, reichen, genügt, ausreichend

επαρκώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
suffisez, calvaire, souffrances, suffisons, suffisent, souffrant, suffire, suffit, suffira, suffirait

επαρκώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bastare, sufficiente, sufficienti, è sufficiente, basta

επαρκώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
baste, chegar, bastar, padecer, sofra, sofrer, satisfazer, suficiente, basta, suficientes, ser suficiente

επαρκώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toereiken, volstaan, voldoen, voldoende, volstaat, voldoende zijn, volstaan met

επαρκώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
хватать, хватить, удовлетворять, достаточно, хватает, хватит, достаточным

επαρκώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nok, være nok, tilstrekkelig, være tilstrekkelig, nok til

επαρκώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
räcka, förslå, räcker, det tillräckligt, att räcka, vara tillräckligt

επαρκώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
riittää, riitä, riittävä, riittävää

επαρκώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tilstrækkeligt, tilstrækkelig, være tilstrækkeligt, være tilstrækkelig, tilstrækkeligt at

επαρκώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dostačit, stačit, dostačovat, postačit, stačí, postačí, dostačující

επαρκώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wystarczać, starczyć, zadowalać, wystarczy, wystarczyć, wystarczające, wystarcza

επαρκώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elegendő, elég, elegendőek, elégséges, elegendőnek bizonyul

επαρκώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yeterli, yeterlidir, yeter

επαρκώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
достатньо, досить, доволі

επαρκώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mjaftoj, mjaftojë, të mjaftojë, mjafton, mjaftonte

επαρκώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
достатъчни, е достатъчно, са достатъчни, е достатъчен, достатъчно е

επαρκώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дастаткова, досыць, даволі

επαρκώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
piisama, rahuldama, piisab, piisa, piisav

επαρκώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
biti dosta, dovoljan, dovoljna, dostatno, dostatna

επαρκώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
duga, nægja, nægir, nægi, að nægja

επαρκώ στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
sufficio

επαρκώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pakakti, pakanka, užtenka, nepakaks, užtekti

επαρκώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pietikt, pietiek, pietiek ar

επαρκώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
доволни, се доволни, е доволен, бидат доволни, доволни за

επαρκώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ajunge, suficientă, este suficient, sunt suficiente, este suficientă

επαρκώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zadostuje, zadošča, zadostovalo, zadoščala, zadostovala

επαρκώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
stačiť, postačovať, dostatočné, postačujúce
Τυχαίες λέξεις