Λέξη: δραματικός

Σχετικές λέξεις: δραματικός

δραματικός μονόλογος, δραματικός χαρακτήρας, δραματικός χώρος, δραματικός συνώνυμα, δραματικός συνώνυμο, δραματικός σύλλογος κέρκυρας, δραματικός ενεστώτας, δραματικόσ χρόνοσ

Συνώνυμα: δραματικός

συνταρακτικός

Μεταφράσεις: δραματικός

δραματικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dramatic, Thespian, a dramatic, dramatist

δραματικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dramático, dramática, espectacular, dramáticos, dramáticas

δραματικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dramatisch, dramatischen, dramatische, dramatischer, drastischen

δραματικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dramatique, spectaculaire, dramatiques, considérable, spectaculaires

δραματικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
drammatico, drammatica, drammatiche, drammatici, spettacolare

δραματικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dramático, dramática, dramáticas, dramáticos, drástica

δραματικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dramatisch, dramatische, spectaculaire, indrukwekkende, drastische

δραματικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
чрезвычайный, волнующий, разительный, необычайный, драматичный, баснословный, эффектный, деланный, актерский, драматический, театральный, впечатляющий, драматические, драматическое, драматическая, драматичным

δραματικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dramatisk, dramatiske

δραματικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dramatisk, dramatiska, dramatiskt, kraftig, kraftigt

δραματικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
teatraalinen, näytelmällinen, komea, draamallinen, dramaattinen, dramaattisia, dramaattisen, dramaattiset, dramaattista

δραματικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dramatisk, dramatiske, drastisk, drastiske, markant

δραματικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
divadelní, dramatický, dramatické, dramatická, dramatičtější, dramatickou

δραματικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dramatyczny, dramatyczne, dramatyczna, dramatycznego, dramatycznym

δραματικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
drámai, drasztikus, drámaibb, a drámai, drámaian

δραματικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dramatik, dramatik bir, çarpıcı, etkileyici, çarpıcı bir

δραματικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
надзвичайний, ефектний, хвилюючий, роблений, драматичний, драматичного

δραματικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dramatik, dramatike, dramatike të, dramatike e

δραματικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
драматичен, драматично, драматична, драматични, драматичното

δραματικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
драматычны

δραματικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
oluline, põnev, teatraalne, dramaatiline, dramaatilised, dramaatilise, dramaatilisi, dramaatilist

δραματικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dramatičan, dramatična, dramatično, dramatične, dramatični

δραματικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dramatísk, Leikin, stórkostlegar, mikil, tilþrifamikill

δραματικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dramatiškas, dramatiška, dramatiškos, dramatiškai, dramatišką

δραματικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dramatisks, dramatiska, dramatiskas, dramatisko, dramatisku

δραματικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
драматична, драматичен, драматичните, драматични, драматично

δραματικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dramatic, dramatică, dramatice, dramatica, dramatică a

δραματικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dramatična, dramatično, dramatičen, dramsko, dramatični

δραματικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dramatický, divadelní, dramatické, dramaticky
Τυχαίες λέξεις