Кратко στα ελληνικά

Μετάφραση: кратко, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύντομα, κοντός, κοντολογίς, συντομία, εν συντομία, συνοπτικά, λίγο
Кратко στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безмен στα ελληνικά - καντάρι, φορητή πλάστιγξ
  • бесподобный στα ελληνικά - ένας, ένα, μία, απαράμιλλος, απαράμιλλη, απαράμιλλο, ασύγκριτη, ...
  • вделывать στα ελληνικά - μπήγω, φτιάχνω, ενσωματώνω, περιζώνω, Ενσωματώστε, embed, ενσωματώσετε, ...
  • жреческий στα ελληνικά - ιερατικός, ιερατικές, ιερά, ιερατικά, ιερατική
Τυχαίες λέξεις
Кратко στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύντομα, κοντός, κοντολογίς, συντομία, εν συντομία, συνοπτικά, λίγο