Λέξη: αποκαλύπτω
Σχετικές λέξεις: αποκαλύπτω
εκπομπή αποκαλύπτω, αποκαλύπτω αγγλικα, αποκαλύπτω συνώνυμο, αποκαλύπτω τουσ κορυφαίουσ του πασοκ, αποκαλύπτω συνώνυμα, αποκαλύπτω μετάφραση, αποκαλύπτω χαρδαβελας, αποκαλύπτω ταινια
Συνώνυμα: αποκαλύπτω
φυσώ, ανατινάσσω, λαχανιάζω, σφυρίζω, ανθίζω, προδίδω, εμφανίζω, ξεδιπλώνω, αναπτύσσω, παραγγέλλω, καπαρώνω, προπαραγγέλλω, μηνύω, λέγω, κοινολογώ, ξεσκεπάζω, φανερώνω
Μεταφράσεις: αποκαλύπτω
αποκαλύπτω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
reveal, disclose, uncloak, uncover, bespeak
αποκαλύπτω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
descubrir, divulgar, revelar, destapar, revelará, revelan, mostrar, revela
αποκαλύπτω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
laibung, preisgeben, enthüllen, zeigen, offenbaren, verraten
αποκαλύπτω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
trahir, dévoiler, démasquer, découvrir, redire, décelez, décèlent, déceler, révèlent, décelons, dénoncer, dénicher, révéler, révélez, repérer, développer, révèle, révéler des
αποκαλύπτω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
palesare, scoprire, dischiudere, scoperchiare, svelare, rivelare, rivelano, rivela, rivelare le
αποκαλύπτω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
disciplinar, descobrir, reutilizar, manifestar, disciplina, revele, revelar, revelam, revela, revelará, revelou
αποκαλύπτω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
openbaren, ontwikkelen, onthullen, blootleggen, blijkt, tonen, te onthullen
αποκαλύπτω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обнаружиться, уличать, обличительный, изобличать, обнаруживать, вскрыть, изобличить, раскрывать, разоблачать, открывать, разоблачить, открыть, раскрыть, выявлять, уличить, вскрывать, показывать, выявить
αποκαλύπτω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
åpenbare, avsløre, røpe, avdekke, avslører, vise, viser
αποκαλύπτω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avslöja, yppa, avslöjar, visar, visa, visade
αποκαλύπτω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
julkistaa, ilmaista, ilmentää, paljastaa, paljastavat, osoittavat, ilmenee, paljasta
αποκαλύπτω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
afsløre, afslører, viser, vise
αποκαλύπτω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odkrýt, odhalit, zradit, vyzradit, zjevit, objevit, prozradit, odhalí, odhalují, ukazují, neodhalily
αποκαλύπτω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zdradzać, ujawniać, demaskować, odsłonić, odkryć, objawić, wyjawić, wyjawiać, zdradzić, ujawnić, odkrywać, odsłaniać, wykazać, ukazać
αποκαλύπτω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felfedi, feltárni, felfedje, mutatják, azt igazolták
αποκαλύπτω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
açmak, açığa vurmak, ortaya, ortaya çıkarmak, açığa, göstermektedir
αποκαλύπτω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
викривати, розкривати, викрадіть, викрити, оприлюднити, реваншизм, показувати, показуватимуть, показуватиме, показувати лише
αποκαλύπτω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zbuloj, zbulojë, zbulojnë, të zbulojë, zbuluar
αποκαλύπτω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разкрие, разкрият, разкриват, разкрива, открие
αποκαλύπτω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
паказваць
αποκαλύπτω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
avaldama, avalikustama, avalduma, paljastama, paljastada, esile
αποκαλύπτω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
otkriti, pokazati, priopćiti, pokazuju, reći, objelodaniti, odati, otkrivaju, otkriva, otkrilo, se otkrilo
αποκαλύπτω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afhjúpa, ljós, sýna, í ljós, koma í ljós, benda
αποκαλύπτω στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
prodo, aperio
αποκαλύπτω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atskleisti, atskleidžia, rodo, atskleis
αποκαλύπτω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atklāt, atklāj, atklātu, liecina
αποκαλύπτω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
открие, откриваат, се открие, откријат, открива
αποκαλύπτω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dezvălui, dezvăluie, descoperi, evidențiat, dezvalui
αποκαλύπτω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
razkrije, razkrivajo, razkrijejo, razkriti, pokažejo
αποκαλύπτω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
odhaliť, zistiť