Крепить στα ελληνικά

Μετάφραση: крепить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φτιάχνω, εμπεδώνω, ξυλεία, στήριγμα, καρδαμώνω, ενισχύω, υποστήριγμα, ενδυναμώνω, βοήθεια, συμπαράσταση, ενισχύσει, να ενισχύσει, ενισχύσουν, ενισχυθεί, την ενίσχυση
Крепить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • автократ στα ελληνικά - δεσποτικός, αυτοκράτορας, μονάρχης, απόλυτος μονάρχης, απολυταρχικού, αυτοκράτωρ
  • включатель στα ελληνικά - διακόπτης, αλλαγή, αλλάζω, διακόπτη, διακ πτη, του διακόπτη, μετάβαση
  • головня στα ελληνικά - μάρκα, στιγματίζω, σφραγίδα, καπνιά, μουτζούρα, Ο δαυλίτης των, ερυσίβη, ...
  • жаропрочный στα ελληνικά - ανθεκτικά στη θερμότητα, ανθεκτικό στη θερμότητα, πυρίμαχο, θερμοανθεκτικά, ανθεκτική στη θερμότητα
Τυχαίες λέξεις
Крепить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φτιάχνω, εμπεδώνω, ξυλεία, στήριγμα, καρδαμώνω, ενισχύω, υποστήριγμα, ενδυναμώνω, βοήθεια, συμπαράσταση, ενισχύσει, να ενισχύσει, ενισχύσουν, ενισχυθεί, την ενίσχυση