Λέξη: φραστικός
Σχετικές λέξεις: φραστικός
φραστικόσ δείκτησ
Μεταφράσεις: φραστικός
φραστικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
verbal, phrasal, of a phrase
φραστικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
verbal, oral, frasal, phrasal, con partícula, sintagmáticos, sintagmática
φραστικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wörtlich, phrasal, Phrasen, phrasalen, phrasale, Präposition
φραστικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
littéral, oral, textuel, verbal, phrasal, syntagmatique, phrastique, à particule
φραστικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
orale, verbale, di frase, frasale, frasali, frastica, di locuzione
φραστικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
phrasal, frasal, phrasal verb
φραστικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
mondeling, phrasal, propositionele
φραστικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
буквальный, вербальный, устный, словесный, глагольный, отглагольный, фразовый, фразового, фразовые, фразовых
φραστικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ordrett, phrasal
φραστικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
muntlig, ordagrann, phrasal, PARTIKEL
φραστικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sanallinen, sananmukainen, suullinen, kielellinen, fraasi-, fraasielementin, fraasielementti, phrasal, fraasielementeillä
φραστικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Phrasal
φραστικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
textový, slovní, slovesný, ústní, doslovný, frázová, frázové
φραστικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ustny, odczasownikowy, dosłowny, słowny, werbalny, czasownikowy, phrasal
φραστικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
igei, szóbeli, igenév, phrasal
φραστικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
Phrasal, deyimsel, edatlı, edatlıfiil
φραστικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
фразовий, фразова
φραστικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
frazore
φραστικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
Phrasal
φραστικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
фразавай, фразавага, фразавае, Фразавы
φραστικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
verbaalne, suusõnaline, phrasal, ühendverbid
φραστικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bukvalni, govorni, usmeni, verbalne, verbalna, frazeološki, složeni
φραστικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
phrasal
φραστικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Frazės
φραστικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
phrasal
φραστικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
phrasal
φραστικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
idiomatic, de expresie
φραστικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
stavčni
φραστικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
slovní, doslovný, frázová, frázové
Τυχαίες λέξεις