Кричать στα ελληνικά

Μετάφραση: кричать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κραυγή, φωνάζω, γκαρίζω, στριγγλίζω, κλαίω, κλήση, τηλεφωνώ, μουγκρίζω, κραυγάζω, νιαουρίζω, σκούζω, σκούξιμο, στριγκλίζω, φωνάξω, φωνάξουμε, φωνάζει, φωνάξει, φωνάξετε
Кричать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • берт στα ελληνικά - Bert, Ο Μπερτ, Μπερτ, Ο Bert
  • выпяченный στα ελληνικά - εξαιρετικός, διογκώνοντας, διόγκωση, εξογκώματος, διόγκωσης, εξογκωμένο
  • гигиенический στα ελληνικά - υγιεινός, υγιεινής, υγιεινή, υγιεινό, υγιεινές
  • дверь στα ελληνικά - λήμμα, είσοδος, καταχώρηση, πόρτα, πόρτας, θύρα, θύρας, ...
Τυχαίες λέξεις
Кричать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κραυγή, φωνάζω, γκαρίζω, στριγγλίζω, κλαίω, κλήση, τηλεφωνώ, μουγκρίζω, κραυγάζω, νιαουρίζω, σκούζω, σκούξιμο, στριγκλίζω, φωνάξω, φωνάξουμε, φωνάζει, φωνάξει, φωνάξετε