Λέξη: πέταγμα

Σχετικές λέξεις: πέταγμα

πέταγμα πεταλούδας, πέταγμα χαρταετού έθιμο, πέταγμα αριστερού ματιού, πέταγμα χαρταετού, πέταγμα ματιού, πέταγμα στον ύπνο, πέταγμα τησ πεταλούδασ, πέταγμα αετού, πέταγμα ονειροκρίτης, πέταγμα του κύκνου

Συνώνυμα: πέταγμα

πτήση, πτήσις, φυγή, σειρά

Μεταφράσεις: πέταγμα

πέταγμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
throw, flying, flight, throwing, fly

πέταγμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
echar, arrojar, tirar, disparar, tirada, botar, vuelo, volador, volar, para volar, vuelan

πέταγμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wurf, werfen, verwirren, einschalten, verblüffen, schleudern, fliegend, fliegen, Flug, fliegenden, fliegende

πέταγμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ficher, déconcerter, projection, précipiter, rejeter, jet, projeter, jettent, jetons, jeter, jetez, envoyer, lancement, confondre, coup, lancer, volant, vol, voler, battant, de vol

πέταγμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
gettare, buttare, getto, proiettare, tiro, lancio, volante, volare, volano, di volo, che volano

πέταγμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
arremessar, atirar, arremesso, lançar, voador, vôo, voando, voar, que voam

πέταγμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gooien, werpen, smijten, worp, uitspelen, keilen, vliegend, vliegen, die, vliegende, die vliegen

πέταγμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
кинуть, вбросить, сносить, подбрасывать, выкинуть, выбрасываться, откидывать, хватиться, бросание, вываливать, набрасывать, ссучить, линять, низвержение, забрасывать, откинуть, полет, летать, летает, летающих

πέταγμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hive, kast, slynge, kaste, slenge, flying, flyr, flygende, som flyr, fly

πέταγμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
slänga, kast, slunga, spruta, kasta, flygande, flygningar, för flygningar, för flygningar från, flygningar från

πέταγμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
heittää, heitellä, heitto, suistaa, syytää, paiskoa, antaa, paiskata, lentävä, lentävät, jotka lentävät, alla purjehtivien

πέταγμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kaste, flyvende, flyver, der flyver, der fører, flyve

πέταγμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hodit, vrhnout, vrhat, metat, naházet, vrh, vyhodit, mrštit, létání, létající, plující, letí, letu

πέταγμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rzucenie, wrzucać, miotać, rzut, rzucać, nitkować, zrzucać, dorzucać, wyrzut, spadać, latający, przelotny, latające, latania, pływających pod

πέταγμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kimozdulás, dobás, repülő, alatt hajózó, repül, repülés, hajózó

πέταγμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
atma, fırlatmak, atış, uçan, uçuş varışı, havayolu şirketleri, varışı, olan havayolu şirketleri

πέταγμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зносити, покривало, скидати, линяти, вкинути, політ, поле, полет

πέταγμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hedh, fluturues, fluturuar, fluturonte, fluturon, duke fluturuar

πέταγμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
летящ, летене, плаващи под, плаващ под

πέταγμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
посылаць, палёт, полет

πέταγμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
heitma, loopima, lendav, all sõitvate, all sõitvatel, sõidavad, all sõitvad

πέταγμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bacati, baciti, zbaciti, bacaju, domet, leteći, leti, lete, letenja, letenje

πέταγμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
verpa, fleygja, henda, kasta, fljúga, fljúgandi, að fljúga, sem fljúga, siglir

πέταγμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sviesti, skraidantis, plaukioja, skraidina, plaukiojantiems, plaukiojančių

πέταγμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apmulsināt, izjaukt, lidojošs, lidošana, lidošanas, kas peld, kas peld ar

πέταγμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
летање, вее, летаат, лета, летечки

πέταγμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
arunca, aruncare, care zboară, zboară, zbor, care arborează, de zbor

πέταγμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vreči, hod, hodit, ki plujejo pod, ki plujejo, plujejo pod, ki pluje, pluje pod

πέταγμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hod, hodiť, lietanie, lietania, lietaní, flying

Στατιστικά δημοτικότητας: πέταγμα

Τυχαίες λέξεις