Крошащийся στα ελληνικά

Μετάφραση: крошащийся, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εύθρυπτος, ετοιμόρροπος, εύθρυπτη, εύθρυπτο, θρυμματισμένη, την εύθρυπτη
Крошащийся στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • барахтаться στα ελληνικά - παραπαίω, αγωνίζομαι, ψωμάκι, κυλώ, παραδέρνω, αγώνας, κύλινδρος, ...
  • валаам στα ελληνικά - Βαλαάμ, Ο Βαλαάμ, Βαλααμ, τον Βαλαάμ, τον Βαλααμ
  • вынянчить στα ελληνικά - νοσοκόμα, βάγια, νοσηλευτή, νοσηλεύτρια, τη νοσοκόμα, η νοσοκόμα
  • городишко στα ελληνικά - μέρος, τοποθετώ, τόπος, μικρή πόλη, κωμόπολη, μικρής πόλης, μικρή πόλη που, ...
Τυχαίες λέξεις
Крошащийся στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εύθρυπτος, ετοιμόρροπος, εύθρυπτη, εύθρυπτο, θρυμματισμένη, την εύθρυπτη