Θεμελιώδης στα αγγλικά

Μετάφραση: θεμελιώδης, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fundamental, basic, a fundamental, essential, an essential
Θεμελιώδης στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: θεμελιώδης

basic
  • βασικός
  • θεμελιώδης
cardinal
  • καρδινάλιος
  • θεμελιώδης
  • κύριος
fundamental
  • θεμελιώδης
  • βασικός

Σχετικές λέξεις: θεμελιώδης

θεμελιώδης ανάλυση, θεμελιώδης πανεπιστημιακή φυσική alonso finn, θεμελιώδης νόμος της δυναμικής, θεμελιώδης συχνότητα, θεμελιώδης συνώνυμα, θεμελιώδης λεξικό γλώσσας αγγλικά, θεμελιώδης στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • θεμέλιο στα αγγλικά - groundwork, foundation, keystone, base, basis, foundation of
  • θεματοφύλακας στα αγγλικά - trustee, depositary, guardian, depositary shall, the guardian
  • θεμιτός στα αγγλικά - licit, legitimate, fair, a legitimate, lawful
  • θεολογία στα αγγλικά - theology, theology of, the theology, theology is
Τυχαίες λέξεις
Θεμελιώδης στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: fundamental, basic, a fundamental, essential, an essential