Λέξη: πενία
Σχετικές λέξεις: πενία
πενία τέχνας κατεργάζεται ποτε χρησιμοποιειται, πενία λεξικό, πενία τέχνας κατεργάζεται βικιπαιδεια, πενία ορισμος, πενία τέχνες κατεργάζεται, πενία και πόρος, πενία τέχνας κατεργάζεται λεξικο, πενία τέχνας, πενία τέχνας κατεργάζεται, πενία τέχνασ κατεργάζεται ποιοσ το ειπε
Συνώνυμα: πενία
ένδεια, ακτημοσύνη
Μεταφράσεις: πενία
πενία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
poverty, indigence, poverty is, poverty of
πενία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pobreza, indigencia, miseria, la indigencia, de indigencia, de la indigencia
πενία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
armut, verarmt, Bedürftigkeit, Armut, Dürftigkeit, indigence, Mittellosigkeit
πενία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pauvreté, pénurie, indigence, purée, misère, besoin, dénuement, l'indigence, d'indigence
πενία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
povertà, miseria, indigenza, l'indigenza, di bisogno, di indigenza
πενία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pobreza, derrame, indigência, de indigência, da indigência, a indigência, indigence
πενία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
armoede, behoeftigheid, indigence, behoeftigheid van, nooddruft
πενία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
скудость, убожество, оскудение, убогость, бедность, нужда, нищета, скудность, статус бедности
πενία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fattigdom, indigence, nød
πενία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fattigdom, indigence, utfattighet, medellöshet, armod
πενία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kurjuus, hätä, köyhyys, puutteessa, varojen puutteessa
πενία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fattigdom, indigence, trang, social nød, armod, trangssituation
πενία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nouze, chudost, bída, ubohost, nedostatek, chudoba
πενία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bieda, dziadostwo, mizerota, ubóstwo, nędza, niedostatek
πενία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szűkölködés, szegénység, rászorultság, rászorultsági, nélkülözés
πενία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yoksulluk, parasızlık, indigence, fakirlik, yoksullluk
πενία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
незадоволений, бідність, злидні, убогість
πενία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
varfëri, skamje
πενία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бедност, нищета, немотия, на бедност, неотложни случаи
πενία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
беднасць, бедната, беднасьць, беднату, убоства
πενία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vaesus, indigence
πενία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
siromaštvom, bijeda, sirotinja, siromaštva, siromaštvo, nemaština, neimaština
πενία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fátækt, indigence
πενία στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
paupertas
πενία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skurdas, skurdumas, vargas, nepasiturėjimas, Niezamożność, Skurdas, neturtas
πενία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nabadzība
πενία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
indigence
πενία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sărăcie, lipsuri, lipsuri materiale, indigence, mizerie
πενία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
hudost, ida, hudoba, Uboštvo
πενία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
chudoba, báda, chudosť, núdze, núdza, núdzového, núdzový, núdzovom