Кружить στα ελληνικά

Μετάφραση: кружить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μάτι, δακτυλίδι, αλέθω, εργοστάσιο, δαχτυλίδι, μύλος, δίνη, ελίκωσης του, ελίκωσης, στροβιλισμών, στροβίλισμα
Кружить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ассенизация στα ελληνικά - ξέφωτο, εκκαθάριση, διάθεση, διάθεσης, διάθεσή, απόρριψης, απόρριψη
  • деспотия στα ελληνικά - δεσποτισμός, δεσποτισμό, δεσποτισμού, το δεσποτισμό, δεσποτεία
  • ежемесячно στα ελληνικά - μηνιαίος, μηνιαία, μηνιαίες, μηνιαίο, μηνιαίων
  • естество στα ελληνικά - φύση, ουσία, χαρακτήρα, φύσης, φύσεως, τη φύση
Τυχαίες λέξεις
Кружить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μάτι, δακτυλίδι, αλέθω, εργοστάσιο, δαχτυλίδι, μύλος, δίνη, ελίκωσης του, ελίκωσης, στροβιλισμών, στροβίλισμα