Крушение στα ελληνικά
Μετάφραση: крушение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χαλώ, ταραγμένος, πανωλεθρία, κραχ, αναστάτωση, πάταγος, αναστατώνω, χαντακώνω, χάσιμο, απώλεια, πέφτω, προσκρούω, ρήμαγμα, καταρρέω, χαμός, ατύχημα, ναυάγιο, ναυαγίου, συντρίμμια, ναυαγιο, ναυάγια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- абака στα ελληνικά - καννάβι της μανίλας, άβακα, αβάκα, αμπάκα, abaca
- адский στα ελληνικά - σατανικός, ανυπόφορος, φοβερός, τρομερός, απαίσιος, καταχθόνιος, κολάσεων, ...
- втаптывать στα ελληνικά - τσαλαπατώ, ποδοπατούν, ποδοπατούσε κάτω από, ποδοπατούσε κάτω από τη
- женский στα ελληνικά - θηλυκός, γυναικών, των γυναικών, Γυναίκας, της Γυναίκας, γυναικεία
Τυχαίες λέξεις
Крушение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χαλώ, ταραγμένος, πανωλεθρία, κραχ, αναστάτωση, πάταγος, αναστατώνω, χαντακώνω, χάσιμο, απώλεια, πέφτω, προσκρούω, ρήμαγμα, καταρρέω, χαμός, ατύχημα, ναυάγιο, ναυαγίου, συντρίμμια, ναυαγιο, ναυάγια
Μεταφράσεις: χαλώ, ταραγμένος, πανωλεθρία, κραχ, αναστάτωση, πάταγος, αναστατώνω, χαντακώνω, χάσιμο, απώλεια, πέφτω, προσκρούω, ρήμαγμα, καταρρέω, χαμός, ατύχημα, ναυάγιο, ναυαγίου, συντρίμμια, ναυαγιο, ναυάγια