Курить στα ελληνικά

Μετάφραση: курить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καπνός, καπνοί, καπνίζω, αφήνω, επιτρέπω, καπνού, καπνό, καπνιστών τροφίμων, αιθάλης
Курить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • блеяние στα ελληνικά - βελάζω, βέλασμα
  • водорез στα ελληνικά - ψαρόνι, Cutwater
  • выбоина στα ελληνικά - τρύπα, λακκούβα, βάραθρο, λακκούβες, λακκούβας, pothole
  • горкнуть στα ελληνικά - στρίβω, χαλώ, κακομαθαίνω, στροφή, παραχαϊδεύω, σειρά, gorknut
Τυχαίες λέξεις
Курить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καπνός, καπνοί, καπνίζω, αφήνω, επιτρέπω, καπνού, καπνό, καπνιστών τροφίμων, αιθάλης