Λέξη: περιστέλλω

Σχετικές λέξεις: περιστέλλω

περιστύλιο λεξικό, περιστέλλω συνώνυμα

Συνώνυμα: περιστέλλω

περιορίζω, τσιγκουνεύομαι, χαμηλώνω, ελαττώ, ελαττώνω, μετατρέπω

Μεταφράσεις: περιστέλλω

περιστέλλω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
confine, stint, scant

περιστέλλω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
restringir, encarcelar, limitar, stint, temporada, restricción, estadía, tanda

περιστέλλω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einschränken, limitieren, beschränken, begrenzen, sparen, Stint, Pensum, Abstecher, Gastspiel

περιστέλλω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
confinez, délimiter, écrouer, accouchons, accouchent, emprisonner, limiter, embastiller, confiner, restreindre, incarcérer, claquemurer, confinons, confinent, borner, accouchez, besogne assignée, passage, relais, travail assigné

περιστέλλω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
restringere, limitare, lesinare, stint, periodo di lavoro, stint di, parte di gara

περιστέλλω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
confinar, demarcar, restringir, limitar, restrição, limite, stint, passagem, temporada

περιστέλλω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beknotten, beperken, begrenzen, stint, spaarzaam, stint van

περιστέλλω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ограничить, заточать, стеснять, ограничивать, ограничение, скупились, скупится, скупиться, скупятся

περιστέλλω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
innskrenke, begrense, stint, periode, massasjefasilitetene

περιστέλλω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
begränsa, inskränka, snålhet, stint, snåla, stinten

περιστέλλω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pidättää, kahlehtia, työjakso, stint, pihistellä, nuukailla, työrupeama

περιστέλλω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
begrænse, indskrænke, tørn, stint

περιστέλλω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zavřít, omezit, limitovat, ohraničit, uvěznit, upoutat, penzum, stint, období ve, skrblit, příděl

περιστέλλω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
więzić, poprzestawać, uwięzić, ograniczać, ograniczyć, poprzestać, skąpić, norma, żałować, przejazd, stint

περιστέλλω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
korlát, határmezsgye, választóvonal, peremvidék, szél, megszorítás, megszorít, etapban, kitérő

περιστέλλω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ölçü, stint, had, az vermek

περιστέλλω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ув'язнювати, ув'язнити, обмежити, обмежувати, обмеження

περιστέλλω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kufizoj, kufizim, masë, masë e, turn

περιστέλλω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
граница, спирам, ограничавам се, ограничавам, престой, работата му

περιστέλλω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абмежаванне, абмежаваньне, абмежаванні

περιστέλλω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vangistama, ihnutsema, Pihistellä, lühiaegset, boksipeatust

περιστέλλω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zarobiti, granice, zatvoriti, međa, ograničiti, ograničenje, surađivao, stega, rad koji treba završiti u datom roku

περιστέλλω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stopp, Stint

περιστέλλω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šykštauti, pašykštėti, stint, Skopoties, šykštėti

περιστέλλω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ierobežot, limitēt, skopoties, darba daudzums

περιστέλλω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
престој, несогласувањата, ангажман, мандат, предава

περιστέλλω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
restricție, stagiu, stagiu de, stint, perioada petrecuta

περιστέλλω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Omejiti

περιστέλλω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
penzum
Τυχαίες λέξεις