Лекарство στα ελληνικά
Μετάφραση: лекарство, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καπνίζω, θεραπεύω, ιατρική, αποκαθιστώ, ναρκωτικό, φάρμακο, αλατίζω, παστώνω, επανορθώνω, ιατρικής, το φάρμακο, φαρμάκου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- арьергард στα ελληνικά - οπισθοφυλακή, οπισθοφυλακής, μετόπισθεν, μάχη οπισθοφυλακής
- выявить στα ελληνικά - επιφέρω, αποσπώ, ανακαλύπτω, φανερώνω, βγάζω, ανεύρεση, βρίσκω, ...
- детройт στα ελληνικά - Ντιτρόιτ, detroit, Ντητρόιτ, των detroit, του Ντιτρόιτ
- добродетельный στα ελληνικά - ευμενής, επιμύθιο, συνετός, καλόβουλος, ενάρετος, απέριττος, ηθικός, ...
Τυχαίες λέξεις
Лекарство στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καπνίζω, θεραπεύω, ιατρική, αποκαθιστώ, ναρκωτικό, φάρμακο, αλατίζω, παστώνω, επανορθώνω, ιατρικής, το φάρμακο, φαρμάκου
Μεταφράσεις: καπνίζω, θεραπεύω, ιατρική, αποκαθιστώ, ναρκωτικό, φάρμακο, αλατίζω, παστώνω, επανορθώνω, ιατρικής, το φάρμακο, φαρμάκου