Лесничество στα ελληνικά
Μετάφραση: лесничество, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δασοκομία, δασολογία, δασικών, δασοκομίας, της δασοκομίας, τη δασοκομία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ванкувер στα ελληνικά - Βανκούβερ, vancouver, το Βανκούβερ, του Βανκούβερ, Βανκούβερ του
- вынудить στα ελληνικά - εξαναγκάζω, δύναμη, βία, ισχύ, ισχύει, ισχύος, ισχύουν
- девушка στα ελληνικά - δεσποινίς, κορίτσι, παρθένος, χάνω, μεσοφόρι, αστοχώ, βράγχιο, ...
- дурачье στα ελληνικά - ανόητοι, ανόητους, ηλίθιοι, ανόητων, οι ανόητοι
Τυχαίες λέξεις
Лесничество στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δασοκομία, δασολογία, δασικών, δασοκομίας, της δασοκομίας, τη δασοκομία
Μεταφράσεις: δασοκομία, δασολογία, δασικών, δασοκομίας, της δασοκομίας, τη δασοκομία