Λέξη: κοινωνικός
Σχετικές λέξεις: κοινωνικός
κοινωνικός τουρισμός ογα, κοινωνικός ρατσισμός ορισμός, κοινωνικός τουρισμός 2014 καταλύματα, κοινωνικός αποκλεισμός, κοινωνικός τουρισμός οαεδ, κοινωνικός λειτουργός, κοινωνικός τουρισμός, κοινωνικός ρατσισμός, κοινωνικός κονστρουξιονισμός, κοινωνικός τουρισμος 2014, οαεδ κοινωνικός τουρισμός, κοινωνικός τουρισμός 2013, κοινωνικός τουρισμός 2014, κοινωνικός σύνδεσμος, κοινωνικός τουρισμός 2011, κοινωνικός τουρισμος
Συνώνυμα: κοινωνικός
λαϊκός, απλούς, ομιλητικός, κοινωτικός, γλυκομίλητος
Μεταφράσεις: κοινωνικός
κοινωνικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sociable, gregarious, outgoing, social
κοινωνικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
social, tratable, sociable, sociales, social de
κοινωνικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ausgehend, auslaufend, gesellschaftlich, gesellig, sozial, kontaktfreudig, verlassend, sozial-, Sozial-, sozialen, soziale
κοινωνικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sociale, sociable, social, grégaire, amical, sortie, amiable, sortant, mondain, sociaux, sociales
κοινωνικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sociale, socievole, sociali, social
κοινωνικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
social, sociais
κοινωνικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
sociaal, maatschappelijk, sociale, maatschappelijke, de sociale
κοινωνικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
общительный, разбитной, стайный, социальный, исходящий, отбывающий, уходящий, истечение, отходящий, общественный, стадный, издержки, уезжающий, дружеский, уживчивый, товарищеский, социальная, социального, социальной, социальных, социальное
κοινωνικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
selskapelig, sosial, omgjengelig, sosiale, sosialt, samfunns
κοινωνικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
samhällelig, sällskaplig, social, socialt, sociala, den sociala
κοινωνικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
välitön, toverillinen, yhteiskunnallinen, seurallinen, sosiaalinen, sosiaalisen, sosiaalista, sosiaalisia, sosiaaliset
κοινωνικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
social, sociale, den sociale, socialt, de sociale
κοινωνικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
společenský, sociální, stádní, družný, výstup, přátelský, pospolitý, sociálního, sociálních, social, sociálním
κοινωνικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
towarzyski, stadny, wyjazdowy, otwarty, społeczny, przyjacielski, obyczajowy, wyjście, rozchodowy, socjalny, społecznego, społecznej, społeczne
κοινωνικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
barátkozó, társasági, szociális, távozó, társadalmi, a társadalmi, a szociális, társadalombiztosítási
κοινωνικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sosyal, toplumsal
κοινωνικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
суспільний, громадський, козетка, витікання, стадами, соціальний, чередами, вихідний, витрати, суспільствами, товариський, дружній, товариствами, соціальна, Соціальний, надання, соціальне, Социальная
κοινωνικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shoqëror, social, sociale, shoqërore
κοινωνικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сходящия, социален, социална, социално, социалното, социалната
κοινωνικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сацыяльная, эканамічнай, Курс эканамічнай, сацыяльнай, сацыяльнае
κοινωνικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sotsiaalne, vastutulelik, seltskondlik, seltsiv, väljuv, ühiskondlik, sotsiaal-, sotsiaalse, sotsiaalset, sotsiaalsete
κοινωνικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
socijalnu, društven, druževan, socijalan, socijalnim, socijalno, socijalni, socijalne, socijalna, društveni
κοινωνικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
félagslega, félagslegur, félagsleg, félagslegum, félagslegt
κοινωνικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
socialinis, socialinės, socialinio, socialinė, socialinę
κοινωνικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sociāls, sociālās, sociālā, sociālo, sociālais
κοινωνικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
социјална, социјалната, социјално, социјалните, социјални
κοινωνικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
social, socială, sociale, sociala, sociale de
κοινωνικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sociální, socialno, socialne, socialna, socialni, socialnega
κοινωνικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pospolitý, družný, sociálne, sociálnej, sociálna, sociálny, sociálnu
Στατιστικά δημοτικότητας: κοινωνικός
Τυχαίες λέξεις