Лилипут στα ελληνικά

Μετάφραση: лилипут, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νάνος, νάνο, midget, νάνους, μικροσκοπικός
Лилипут στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безызвестный στα ελληνικά - άτιμος, άδοξος, άδοξο, άδοξη, άδοξα
  • вовлекать στα ελληνικά - έλκω, εμπλέκομαι, εμπλέκω, ζωγραφίζω, τραβώ, μπλέκω, βουτώ, ...
  • готовиться στα ελληνικά - προετοιμασία, προετοιμάσει, την προετοιμασία, προετοιμαστούν, προετοιμάσουν
  • греция στα ελληνικά - Ελλάδα
Τυχαίες λέξεις
Лилипут στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νάνος, νάνο, midget, νάνους, μικροσκοπικός