Λέξη: πιτσιρίκος
Σχετικές λέξεις: πιτσιρίκος
πιτσιρίκοσ μουρούτησ, πιτσιρίκος ποιος είναι, πιτσιρίκος τατσόπουλος, πιτσιρίκος blog, πιτσιρίκος με bmx παίζει κορώνα γράμματα τη ζωή του, πιτσιρίκος μαρφίν, πιτσιρίκος όνομα, πιτσιρίκος πραγματικό όνομα, πιτσιρίκοσ ταυτότητα, πιτσιρίκος με bmx παίζει κορώνα γράμματα τη ζωή του video
Συνώνυμα: πιτσιρίκος
τσιμπίδα, δαγκάνα, λαβίδα
Μεταφράσεις: πιτσιρίκος
πιτσιρίκος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
nipper, kid, a kid
πιτσιρίκος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
niño, bromear, chaval, chancear, chiquillo, pinza, pinza de, la pinza, de pinza de
πιτσιρίκος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ziegenleder, knirps, junge, stift, bursche, vorderzahn, kind, kid, gör, Zange, Zangen, nipper, quetschwalze
πιτσιρίκος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
mioche, pince, chevreau, gamin, biquet, gosse, bambin, garçon, rire, badiner, loupiot, polisson, jeune, un, rigoler, enfant, pinces, pincement, nipper, de pince
πιτσιρίκος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bambina, bambino, pinza, nipper, della pinza, Tenaglie, di pinza
πιτσιρίκος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
garoto, criança, miúdo, infância, pontapé, chutar, cabrito, jovem, alicate, nipper, pinça, pinça da, garra
πιτσιρίκος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kind, schaar, snijtand, tang, nipper, tang van
πιτσιρίκος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
надувать, ребёнок, лайка, девчонка, ребенок, высмеивать, резец, ягниться, младенец, щипцы, клещи, мальчик-подручный, шевро, тот, клешня, карманник, воришка, Nipper, Нипер, Ниппер
πιτσιρίκος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
barn, nipper, Tenger
πιτσιρίκος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
unge, barn, nipper, avbitartång, kläm, tång, kniptång
πιτσιρίκος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
napero, poika, mukula, ipana, kili, kakara, tenava, lapsi, nipper, sakset, nappula, pojannappula
πιτσιρίκος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
barn, mindreårig, Nipper, bidetang, tang
πιτσιρίκος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mrně, harant, klepeto, dítě, uličník, žertovat, škvrně, kluk, děcko, klučina, Nipper, Kleště, Nippera
πιτσιρίκος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
młodzik, bachor, śmierdziuch, dzieciak, berbeć, koźle, nabierać, dziecię, dziecko, smyk, kajdanki, maluch, młokos, ulicznik, malec, zapinacz, chłopiec, nipper, Szczypce, Japończyk
πιτσιρίκος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gödölye, sevró, matrózcsajka, gida, kecskegida, glaszé, gyerek, csipesz, kicsire, Csipeszek, Nipper, eltávolító olló
πιτσιρίκος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çocuk, kıskaç, nipper, tokatlama, tokatlama donanımı, kıstırıcı çenenin
πιτσιρίκος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дрібничку, ласощі, кліщі, дрібничка, отой, поки-то, щипці, дрібниця, оте, той, злодюжка, воришка, злодій
πιτσιρίκος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fëmijë, kalama, çunak, kanxhë gaforreje, pickues
πιτσιρίκος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лайка, малчуган, помощник на уличен продавач, момченце, хлапе, нещо което захапва
πιτσιρίκος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
троху, трошку, зладзюжка
πιτσιρίκος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
glassee, põngerjas, näpistaja, näpits, Nipper, Käärid, Tenava
πιτσιρίκος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pomoćnik, dječak, lisice, cviker, klinac, udaranje, beskućnik, hvatač, kliješta
πιτσιρίκος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nipper
πιτσιρίκος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
paauglys, nepilnametis, vaikas, vaikėzas, nipper, gnaibytojas, Degunkniebis, kandikas
πιτσιρίκος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bērns, kazlēns, jauneklis, nepilngadīgais, garnadzis, knaibles, nipper, pensnejs, degunkniebis
πιτσιρίκος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
детето, момченце
πιτσιρίκος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
copil, băiețaș, clește, fiare, forceps, cătușe
πιτσιρίκος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
klepet, Lisice, Fant
πιτσιρίκος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
uličník, klepeto, chlapec, chalan, chlapček, klučina
Στατιστικά δημοτικότητας: πιτσιρίκος
Τυχαίες λέξεις