Лишение στα ελληνικά

Μετάφραση: лишение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κακουχία, στέρηση, στέρησης, στερητική, στερήσεις, η στέρηση
Лишение στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • взломщик στα ελληνικά - διαρρήκτης, Αντιδιαρρηκτικά, διαρρήκτη, διαρρηκτών, αντιδιαρρηκτικού
  • глотать στα ελληνικά - γύρος, συνδετήρας, ψαλιδίζω, κουρεύω, γόνατα, παφλάζω, χελιδόνι, ...
  • дебри στα ελληνικά - ζούγκλα, φτωχογειτονιά, λαβύρινθος, έρημος, ερημιές, άγρια φύση, wilds, ...
  • заволакивать στα ελληνικά - καταχνιά, αχλή, θολώνω, καλύπτω, συσκοτίζω, συγχύζω, becloud, ...
Τυχαίες λέξεις
Лишение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κακουχία, στέρηση, στέρησης, στερητική, στερήσεις, η στέρηση